- εφτάκοιλος
- και εφτάκυλος, -η, -ο1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο2. πολύ γόνιμος3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλιποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη λαϊκή παράδοση), αλλιώς συρίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + κοίλος (> κοιλία)].
Dictionary of Greek. 2013.